- γναφευτική
- η чесание шерсти; вилка (сукна, войлока)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναφευτική — γναφευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουλλωνική — ἡ, Α η γναφευτική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullonica (ενν. ars) «γναφευτική (τέχνη)» < fullo, onis (βλ. λ. φούλλων)] … Dictionary of Greek
γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα … Dictionary of Greek